- ημιόδιος
- ἡμιόδιος, -ον (Α)1. αυτός που έχει διανύσει το μισό τού δρόμου2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιονμισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ-όδιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek